εὔχρηστος

εὔχρηστος
εὔχρηστ-ος, ον, also -η, ον Orph.Fr.272: ([etym.] χράομαι):—
A useful, serviceable,

ἔν τινι Hp. Fract.16

([comp] Sup.);

πρός τι Pl.Lg.777b

, X.Mem.3.8.5, etc.;

εἴς τι D.S. 5.40

([comp] Sup.); of persons, c. dat., PPetr.3p.153 (iii B.C.);

τῷ δήμῳ Inscr.Prien.102.5

(ii/i B.C.);

σκεῦος εὔ. τῷ δεσπότῃ 2 Ep.Ti.2.21

; εὔχρησται ἡμέραι, in astrology, Orph.Fr.272. Adv. -τως Chrysipp.Stoic.2.334;

εὐ. ἔχειν πρός τι Plb.3.73.5

, Ael.Tact.3.2.
II easy to execute, διίππευσις ib.18.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὔχρηστος — useful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχρηστος — η, ο (ΑΜ εὔχρηστος, θηλ. και ήστη, ον) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, που είναι εύκολος στη χρήση, ο ευμεταχείριστος, ο ευκολομεταχείριστος, ο χρηστικός μσν. 1. ικανός 2. χρήσιμος, ωφέλιμος αρχ. αυτός που είναι σε πολλή ή σε συνήθη χρήση, που… …   Dictionary of Greek

  • εύχρηστος — η, ο ευκολομεταχείριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχρηστότερον — εὔχρηστος useful adverbial comp εὔχρηστος useful masc acc comp sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτέραις — εὔχρηστος useful fem dat comp pl εὐχρηστοτέρᾱͅς , εὔχρηστος useful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστότατον — εὔχρηστος useful masc acc superl sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρήστως — εὔχρηστος useful adverbial εὔχρηστος useful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔχρηστον — εὔχρηστος useful masc/fem acc sg εὔχρηστος useful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτάτην — εὔχρηστος useful fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτάτους — εὔχρηστος useful masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχρηστοτέρη — εὔχρηστος useful fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”